ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζαχαροδοχείο — το η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + δοχείο. Ο λόγιος τ. ζαχαροδοχείον μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… … Dictionary of Greek
ζαχαρόθερμον — και σαχαρόθερμον, τὸ (Μ) ζεστό νερό με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + θερμόν, ουδ. τού επιθ. θερμός] … Dictionary of Greek
θεοπλάστης — θεοπλάστης, ὁ (Α) 1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών 2. ο θείος δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] … Dictionary of Greek
κεραμιδοπλάστης — κεραμιδοπλάστης, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κεραμιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] … Dictionary of Greek
κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 … Dictionary of Greek
σταφιδοσάκχαρο — και σταφιδοζάχαρο, το, Ν (βιοχ.) σάκχαρο που περιέχεται στη σταφίδα από το υδατικό εκχύλισμα τής οποίας λαμβάνεται με εξουδετέρωση τών οξέων και συμπύκνωση και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + σάκχαρο / ζάχαρο … Dictionary of Greek