ζαχαρο-

ζαχαρο-
(Μ ζαχαρο-)
α' συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β' συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο)
β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρολεμονιά)
και γ) (κατ' επέκταση) παρασκευάζει ή περιέχει γλυκά (πρβλ. ζαχαροπλάστης, ζαχαροπλαστείο).
ΣΥΝΘ. μσν. ζαχαρογλυκεράτος, ζαχαρόθερμον
νεοελλ.
ζαχαροδοχείο, ζαχαροζυμωμένος, ζαχαροθήκη, ζαχαροκάμωτος, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροκούτι, ζαχαρολεμονιά, ζαχαρολέμονο, ζαχαρόπετρα, ζαχαροπλασμένος, ζαχαροπλάστης, ζαχαροποίηση, ζαχαροποιός, ζαχαροφάγος, ζαχαροχυμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροδοχείο — το η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + δοχείο. Ο λόγιος τ. ζαχαροδοχείον μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρόθερμον — και σαχαρόθερμον, τὸ (Μ) ζεστό νερό με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + θερμόν, ουδ. τού επιθ. θερμός] …   Dictionary of Greek

  • θεοπλάστης — θεοπλάστης, ὁ (Α) 1. αυτός που κατασκευάζει εικόνες θεών 2. ο θείος δημιουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδοπλάστης — κεραμιδοπλάστης, ὁ (Α) ο κατασκευαστής κεραμιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης] …   Dictionary of Greek

  • κοραλλιοπλάστης — κοραλλιοπλάστης, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια από κοράλλια 2. (κατ άλλους) αυτός που κατασκευάζει αγαλμάτια κορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, ζαχαρο πλάστης. Κατ άλλη… …   Dictionary of Greek

  • κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 …   Dictionary of Greek

  • σταφιδοσάκχαρο — και σταφιδοζάχαρο, το, Ν (βιοχ.) σάκχαρο που περιέχεται στη σταφίδα από το υδατικό εκχύλισμα τής οποίας λαμβάνεται με εξουδετέρωση τών οξέων και συμπύκνωση και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + σάκχαρο / ζάχαρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”